σφιγκτα

σφιγκτα
    σφιγκτά
    adv. плотно, тесно
    

(περιπλόμενός τινι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφιγκτα" в других словарях:

  • σφιγκτά — σφιγκτός tight bound neut nom/voc/acc pl σφιγκτά̱ , σφιγκτός tight bound fem nom/voc/acc dual σφιγκτά̱ , σφιγκτός tight bound fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφίγκτας — σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc acc pl σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

  • σφίγκται — σφίγκτης masc nom/voc pl σφίγκτᾱͅ , σφίγκτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»